φαλαγγηρίδες

φαλαγγηρίδες
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια μαρσιποφόρων θηλαστικών, στην οποία ανήκει το είδος Phascolarctos cinereus, κν. γνωστό ως κοάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phalangeridae].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαλαγγιστής — ο, Ν ζωολ. γένος μαρσιποφόρων τής αυστραλιανής περιοχής, τυπικός αντιπρόσωπος τής οικογένειας φαλαγγηρίδες, που περιλαμβάνει 46 δενδρόβια είδη κατανεμημένα σε 16 γένη, με σημαντική αναρριχητική δεινότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • φασκώλαρκτος — η, Ν ζωολ. γένος δενδρόβιων μαρσιποφόρων θηλαστικών τής οικογένειας φαλαγγηρίδες, με αντιπροσωπευτικότερο είδος το Phascolarctus cinereus, κν. γνωστό ως κοάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phascolarctos < φάσκωλος «δερμάτινος σάκος» +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”